μεγαλονοος

μεγαλονοος
    μεγαλόνοος
    μεγᾰλό-νοος
    стяж. μεγᾰλόνους 2
    наделенный великим умом Luc.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "μεγαλονοος" в других словарях:

  • μεγαλόνοα — μεγαλόνοος great minded neut nom/voc/acc pl μεγαλόνους great minded neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλόνοοι — μεγαλόνοος great minded masc/fem nom/voc pl μεγαλόνους great minded masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλόνους — ουν (ΑΜ μεγαλόνους, ουν, Α και μεγαλόνοος, οον) αυτός που έχει εξαιρετικές διανοητικές ικανότητες, μεγαλοφυής μσν. αρχ. μεγαλόψυχος, γενναίος αρχ. αυτός που χρησιμοποιεί υψηλές εκφράσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + νοῦς (πρβλ. αγχί νους)] …   Dictionary of Greek

  • νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»